μαμ, το, ακλ. ουσ. [από τη γλώσσα των νηπίων], οτιδήποτε τρώγεται, η τροφή, το φαγητό: «μαμά, θέλω μαμ»·
- είναι μαμ και μπαμ, συνηθίζει μετά το φαγητό να ξαπλώνει για ύπνο: «μην τον ενοχλήσεις το μεσημέρι, γιατί είναι μαμ και μπαμ»·
- είναι μαμ, κακά και νάνι, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο παρά μόνο για την προσωπική του βολή ή ικανοποίηση, ή για άτομο που τεμπελιάζει ασύστολα: «μην περιμένεις να σου τελειώσει τη δουλειά σου, γιατί είναι μαμ, κακά και νάνι». Συνήθως μετά το ρ. ακούγεται το μόνο ή το όλο·
- ιμάμ, μαμ και μπαμ, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- κάνει μαμ, κακά και νάνι, βλ. φρ. είναι μαμ, κακά και νάνι·
- κάνω μαμ, (ειρωνικά ή χαϊδευτικά) τρώω: «ήρθε η ώρα να κάνω μαμ || πάμε για μαμ;».